Ο Ιμπν Μπατούτα έχει χαρακτηριστεί «ο περιηγητής του Ισλάμ» και ο μεγαλύτερος περιηγητής πριν από τη σύγχρονη εποχή. Τα απομνημονεύματά του, τα οποία καταγράφτηκαν αφού επέστρεψε στην πατρίδα του έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια ταξιδιών, ρίχνουν φως σε πολλές πτυχές της ζωής και του πολιτισμού του 14ου αιώνα, ιδίως σε ό,τι αφορά το Μουσουλμανικό κόσμο του Μεσαίωνα.
Προσκύνημα στη Μέκκα
Ο Ιμπν Μπατούτα ξεκίνησε από την Ταγγέρη για να επισκεφτεί τους αγίους τόπους του Ισλάμ και να κάνει το χατζ, το Μουσουλμανικό προσκύνημα στη Μέκκα, το οποίο θεωρείται καθήκον κάθε ενήλικου Μουσουλμάνου που η οικονομική και η σωματική του κατάσταση του επιτρέπει να ταξιδέψει. Η Μέκκα βρίσκεται περίπου 4.800 χιλιόμετρα ανατολικά της Ταγγέρης. Όπως οι περισσότεροι προσκυνητές, έτσι και ο Ιμπν Μπατούτα ακολούθησε καραβάνια, τα οποία του πρόσφεραν ασφάλεια και βοήθεια κατά τη διαδρομή μέχρι να φτάσει στον προορισμό του.
Επειδή ο πατέρας του ήταν καδής, δηλαδή τοπικός δικαστής, ο Ιμπν Μπατούτα έλαβε νομική παιδεία, την καλύτερη διαθέσιμη στην Ταγγέρη. Όταν οι συνταξιδιώτες του το έμαθαν αυτό, τον διόρισαν κριτή για να τακτοποιεί τυχόν διενέξεις τους καθ’ οδόν.
Αλεξάνδρεια, Κάιρο και Άνω Νείλος
Το καραβάνι ταξίδεψε κατά μήκος των ακτών της Βόρειας Αφρικής και έφτασε στην Αίγυπτο. Εκεί, ο Ιμπν Μπατούτα είδε τον περίφημο φάρο της Αλεξάνδρειας—ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου—ο οποίος ήταν ήδη μισοερειπωμένος. Για το Κάιρο είπε ότι ήταν «γεμάτο με πλήθος κτιρίων, άφταστο σε ομορφιά και λαμπρότητα, σημείο συνάντησης για τους διαβάτες, τόπος όπου στέκονται να ξαποστάσουν αδύναμοι και κραταιοί, όπου τα πλήθη πάνε και έρχονται σαν τα κύματα της θάλασσας». Τον εντυπωσίασαν πολύ τα πλοιάρια, οι κήποι, τα παζάρια, τα θρησκευτικά κτίρια και τα έθιμα εκείνης της μεγάλης πόλης. Στην Αίγυπτο επιδίωξε και κέρδισε την υποστήριξη κληρικών, λογίων και άλλων υψηλά ιστάμενων ανθρώπων, πράγμα που τελικά του έγινε συνήθεια όπου πήγαινε.
Από το Κάιρο ανέπλευσε το Νείλο ως την Άνω Αίγυπτο, μένοντας καθ’ οδόν σε σπίτια θρησκευόμενων ανθρώπων, σε μονές, καθώς και σε ξενώνες και σχολές που συντηρούνταν με δωρεές—ιδρύματα που αφθονούσαν στις Μουσουλμανικές πόλεις της εποχής. Σκόπευε να διασχίσει την έρημο ως την Ερυθρά Θάλασσα, να περάσει απέναντι στη δυτική Αραβία και κατόπιν να πάει στη Μεδίνα, όπου βρισκόταν το τέμενος του προφήτη Μωάμεθ, καθώς και στη Μέκκα. Αλλά ο πόλεμος διέκοψε το ταξίδι του αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στο Κάιρο.
Μια Μεγάλη Παράκαμψη
Ο Ιμπν Μπατούτα δεν είχε παραιτηθεί από το σχέδιό του να πάει στη Μεδίνα και στη Μέκκα. Κατευθύνθηκε βόρεια προς τη Γάζα, έπειτα πήγε στη Χεβρών και μετά στο σημείο όπου θεωρούνταν ότι είχε ταφεί ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ. Καθ’ οδόν προς την Ιερουσαλήμ και τον Τρούλο του Βράχου, έκανε μια στάση στη Βηθλεέμ, όπου πρόσεξε ιδιαίτερα τη λατρευτική τιμή που απέδιδαν οι καθ’ ομολογία Χριστιανοί στη γενέτειρα του Ιησού.
Ύστερα, τράβηξε ξανά προς τα βόρεια και έφτασε στη Δαμασκό, όπου μαθήτευσε κοντά σε επιφανείς Μουσουλμάνους λογίους αποκτώντας περγαμηνές δασκάλου. Ανέφερε ότι το Τέμενος των Ομεϊαδών σε εκείνη την πόλη ήταν το «πιο μεγαλοπρεπές» του κόσμου. Στα παζάρια της πωλούνταν κοσμήματα, υφάσματα, γραφική ύλη, βιβλία και γυαλικά, υπήρχαν δε πάγκοι συμβολαιογράφων όπου ήταν «πάντα διαθέσιμοι πέντε ή έξι μάρτυρες καθώς και ένα άτομο εξουσιοδοτημένο από τον καδή να τελεί γάμους». Μάλιστα, ο Ιμπν Μπατούτα παντρεύτηκε και ο ίδιος ενόσω ήταν στη Δαμασκό. Η γυναίκα αυτή, όμως, ήταν μόνο μία από τις πολλές συζύγους και παλλακίδες που περνούν φευγαλέα από τις σελίδες της αφήγησής του.
Στη Δαμασκό, ο Ιμπν Μπατούτα ενώθηκε με άλλους προσκυνητές που έφευγαν για τη Μέκκα. Στο δρόμο, κατασκήνωσαν σε μια πηγή όπου οι νεροκουβαλητές χρησιμοποιούσαν δέρματα βουβαλιών για να φτιάχνουν μεγάλες στέρνες ή δεξαμενές. Από αυτές οι ταξιδιώτες πότιζαν τις καμήλες τους και γέμιζαν τα ασκιά τους προτού διασχίσουν την έρημο. Τελικά, ο Ιμπν Μπατούτα έφτασε στη Μέκκα. Αυτό ήταν το πρώτο από τα εφτά προσκυνήματα που έκανε εκεί. Οι περισσότεροι προσκυνητές επέστρεφαν στον τόπο τους αφού εκτελούσαν το θρησκευτικό τους καθήκον, αλλά εκείνος δεν είχε τέτοια πρόθεση. Έφυγε για τη Βαγδάτη, «απλώς και μόνο για την περιπέτεια», όπως αναφέρει ένας βιογράφος.
Νέοι Ορίζοντες
Στη Βαγδάτη, τότε πρωτεύουσα του Ισλαμικού κόσμου, ο Ιμπν Μπατούτα εντυπωσιάστηκε από τα δημόσια λουτρά. «Το κάθε συγκρότημα έχει αρκετούς ατομικούς θαλάμους», ανέφερε, «ο καθένας εκ των οποίων διαθέτει και έναν νιπτήρα στη γωνία, με δύο βρύσες για ζεστό και κρύο νερό». Με τη βοήθεια ενός φιλικά διακείμενου στρατηγού, ο νεαρός περιηγητής κατάφερε να συναντήσει το σουλτάνο, τον Άμπου Σάιντ. Έφυγε από εκείνη τη συνάντηση με πολύτιμα δώρα—ένα άλογο, ένα επίσημο ένδυμα και μια συστατική επιστολή με την οποία ο σουλτάνος ζητούσε από τον κυβερνήτη της Βαγδάτης να δώσει στον Ιμπν Μπατούτα καμήλες και προμήθειες.
Έπειτα, ο Ιμπν Μπατούτα κατέπλευσε στο Μογκαντίσου, στη Μομπάσα και στη Ζανζιβάρη, λιμάνια της ανατολικής Αφρικής, και μετά έφυγε για την Αραβία και τον Περσικό Κόλπο. Αργότερα περιέγραψε τους ανθρώπους, τα έθιμα και τα προϊόντα που είδε στη διαδρομή—τη φιλοξενία που προσφερόταν στους εμπόρους στη Σομαλία, το μάσημα καρύδας του βετέλ και την καλλιέργεια κοκκοφοίνικα στην Υεμένη, καθώς και την αλιεία μαργαριταριών στον Περσικό Κόλπο. Στη συνέχεια έκανε έναν απίστευτα μεγάλο κύκλο για να πάει στην Ινδία—πέρασε από την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ανατολία (Τουρκία), διέσχισε τη Μαύρη Θάλασσα, συνέχισε γύρω από το βόρειο τμήμα της Κασπίας Θάλασσας και έπειτα κατέβηκε στο σημερινό Καζακστάν, στο Ουζμπεκιστάν, στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν.
Από την Ινδία στην Κίνα
Στην Ινδία, ο Ιμπν Μπατούτα υπηρέτησε επί οχτώ χρόνια το σουλτάνο του Δελχί ως καδής. Γνωρίζοντας το πάθος του για τα ταξίδια, ο σουλτάνος τον έστειλε ως πρεσβευτή στο Μογγόλο αυτοκράτορα της Κίνας, τον Τογκόν-τεμούρ. Φτάνοντας εκεί, θα έπρεπε να παραδώσει ένα διπλωματικό δώρο που αποτελούνταν από «εκατό καθαρόαιμα άλογα, εκατό λευκούς σκλάβους, εκατό Ινδές τραγουδίστριες και χορεύτριες, χίλια διακόσια υφάσματα διαφόρων ειδών, κηροπήγια και λεκάνες από χρυσό και ασήμι, μανδύες από μπροκάρ, καπέλα, φαρέτρες, σπαθιά, γάντια κεντημένα με μαργαριτάρια, καθώς και δεκαπέντε ευνούχους».
Στο λιμάνι Κάλικουτ, στη νότια Ινδία, ο Ιμπν Μπατούτα είδε μεγάλα εμπορικά σκάφη, τα λεγόμενα τζανκ, τα οποία πήγαιναν στην Κίνα ακολουθώντας την πορεία που σκόπευε να ακολουθήσει και αυτός. Τα πλοία είχαν μέχρι και 12 ιστία από πλεγμένο μπαμπού, ενώ το πλήρωμά τους έφτανε τα 1.000 άτομα—600 ναυτικούς και 400 στρατιώτες. Οι οικογένειες των ναυτικών έμεναν και αυτές στο πλοίο, όπου «[καλλιεργούσαν] βότανα, λαχανικά και τζίντζερ σε ξύλινες σκάφες», σύμφωνα με την αφήγηση του περιηγητή.
Ωστόσο, ο Ιμπν Μπατούτα ναυάγησε και έτσι δεν κατάφερε να εκπληρώσει τη διπλωματική του αποστολή στην Κίνα. Αντί για αυτό, μπήκε στην υπηρεσία ενός Μουσουλμάνου άρχοντα στις Μαλδίβες και ήταν ο πρώτος που περιέγραψε στον έξω κόσμο τα έθιμα της περιοχής. Τελικά, όμως, κατάφερε να πάει και στην Κίνα. Παρ’ όλο που του άρεσαν αρκετά πράγματα εκεί, κάποια άλλα ενόχλησαν το θρησκευτικό του αίσθημα. Το γεγονός ότι έδωσε λιγοστές πληροφορίες για την Κίνα κάνει μερικούς να αμφιβάλλουν για το αν όντως ταξίδεψε εκεί τόσο εκτεταμένα όσο ισχυρίζεται. Ίσως να έφτασε μόνο σε κάποια λιμάνια της νότιας Κίνας.
Πίκρες στο Δρόμο της Επιστροφής
Όταν ο Ιμπν Μπατούτα γύρισε στη Δαμασκό, έμαθε ότι ένας γιος του τον οποίο είχε αφήσει εκεί 20 χρόνια νωρίτερα είχε ήδη πεθάνει πριν από 12 χρόνια, ενώ ο πατέρας του, ο οποίος ζούσε στην Ταγγέρη, είχε πεθάνει πριν από 15. Ήταν το έτος 1348, και η επιδημία πανώλης που έμεινε στην ιστορία ως ο Μαύρος Θάνατος θέριζε στη Μέση Ανατολή. Μάλιστα ο Ιμπν Μπατούτα ανέφερε ότι στο Κάιρο πέθαιναν 21.000 άνθρωποι κάθε μέρα!
Έναν χρόνο αργότερα, ο 45χρονος περιηγητής έφτασε στο Μαρόκο, αλλά και εκεί έμαθε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει από την πανώλη λίγους μόνο μήνες νωρίτερα. Είχε φύγει από τον τόπο του στα 21 του. Ικανοποίησαν τα 24 χρόνια περιπλάνησης το πάθος του για περιπέτεια; Προφανώς όχι, διότι σύντομα έφυγε και πάλι, αυτή τη φορά για την Ισπανία. Τρία χρόνια αργότερα, ξεκίνησε για το τελευταίο του ταξίδι, το οποίο τον έφερε ως τον ποταμό Νίγηρα και το Τομπουκτού (Τιμπουκτού), μια πόλη στο σημερινό Μάλι της Αφρικής.
Απομνημονεύματα κατ’ Εντολήν του Σουλτάνου
Όταν ο σουλτάνος της Φεζ στο Μαρόκο έμαθε για τα ταξίδια του Ιμπν Μπατούτα, τον διέταξε να ετοιμάσει μια γραπτή αφήγηση προς τέρψη της αυλής και του έδωσε έναν γραμματέα, τον Ιμπν Ζουζάγι. Το ολοκληρωμένο έργο δεν κυκλοφόρησε ευρέως στα αραβικά, ενώ η μετάφρασή του σε δυτικές γλώσσες άρχισε μόνο όταν η αφήγηση ανακαλύφτηκε ξανά από Ευρωπαίους λογίους το 19ο αιώνα.
Ο Ιμπν Ζουζάγι αναφέρει ότι καταγράφει μια περίληψη των όσων του υπαγόρευσε ο περιηγητής, αλλά προφανώς διασκεύασε κάπως την αφήγηση. Έστω και έτσι, το έργο του παρέχει μοναδικές πληροφορίες για τη ζωή, το εμπόριο, τα έθιμα, τη θρησκεία και την πολιτική στις χώρες που επισκέφτηκε ο Ιμπν Μπατούτα, ιδιαίτερα όσον αφορά τον Ισλαμικό κόσμο του Μεσαίωνα.