Ένας μύθος λέει πως … «Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας σοφός τσιγγάνος βασιλιάς που αγαπούσε πολύ τα βιβλία και είχε δικά του πάρα πολλά για να μπορούν να μορφώνονται οι υπήκοοι του. Είχε κι ένα γάιδαρο που τον κρατούσε δεμένο κοντά στα βιβλία για να τον μορφώσει κι αυτόν. Μια μέρα , οι ουρανοί άνοιξαν κι έβρεχε τόσο πολύ που σχηματίστηκαν ποτάμια και παρέσυραν ότι βρήκαν μπροστά τους. Ανάμεσα τους κι ο σοφός βασιλιάς με την βασίλισσα. Ο γάιδαρος έμεινε μόνος, μέσα στο σπίτι χωρίς τροφή κι άρχισε να τρώει σιγά σιγά, τα βιβλία… Και σαν τέλειωσαν κι αυτά , πέθανε κι αυτός. Μαζί χάθηκαν κι όλα τα γράμματα των Ρομ…».
Κι ο μύθος λένε πως εξηγεί το λόγο που οι τσιγγάνοι δεν μπορούσαν να μάθουν τη γλώσσα και τις επιστήμες τους …
Οι Ρομά είναι ένας νομαδικός λαός , ινδικής καταγωγής , γνωστοί και ως Τσιγγάνοι, Ατσίγγανοι, Αθίγγανοι, Κατσίβελοι, Σίντηδες ή με τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό Γύφτοι.
Οι λέξεις αυτές προέρχονται από τη λέξη «Αιγύπτιος» και η χρήση τους οφείλεται στην πεποίθηση παλαιότερων εποχών ότι οι Ρομά προέρχονται από την Αίγυπτο. Η λέξη «Ρομ», που χρησιμοποιείται σε πολλές περιοχές από τους ίδιους, σημαίνει στη γλώσσα τους «άντρας» ή «σύζυγος». Μεταξύ τους χρησιμοποιούν περισσότερο τα «Μελελέ» δηλαδή «Λαός μαύρος», «Μανούς» που σημαίνει άνθρωπος, και «Σίντε».
Επίσης, η λέξη «αθίγγανος» ή «ατσίγγανος» σημαίνει τον «ανέγγιχτο» ,από την ονομασία της κατώτερης ινδουιστικής κάστας, από την οποία πιθανολογείται ότι προήλθαν, και ετυμολογείται από το στερητικό α- και το ρήμα θιγγάνω, δηλαδή «αγγίζω».
Δεν πρέπει να συγχέονται με την θρησκευτική ομάδα Αθίγγανοι που έδρασε τον 8ο αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και διέθετε μεγάλη επιρροή. Η λέξη Ρομ είναι συνώνυμη του Ντομ, της λέξης που χρησιμοποιούν οι Ινδοί για το «άνθρωπος». Ακόμα και ομάδες όπως οι Σίντι που δεν αυτοαποκαλούνται Ρομ, διατηρούν τη λέξη με τη σημασία του «συζύγου».
Οι γενικότερα αποδεκτές θεωρήσεις υποθέτουν ότι οι Ρομά προέρχονται από τη Β. Ινδία. Μετακινήθηκαν στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη πριν από το 500 έως το 1000, πιθανώς εξαιτίας της επέκτασης του Ισλάμ και της απειλής πολέμου στην περιοχή. Δεν υπάρχει έως τώρα συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στους Ρομά της Ευρώπης και κάποια ιδιαίτερη ομάδα νομάδων στην Ινδία.
Οι διασυνδέσεις είναι αποτέλεσμα γλωσσολογικής μελέτης, βάσει της οποίας υπάρχει σημαντική ομοιότητα ανάμεσα στα Ρομανί, τα Χίντι και τα Πουντζάμπι. Η γλώσσα που μιλούν οι Ρομά έχει ομοιότητες όσον αφορά στη γραμματική και το λεξιλόγιο με τη γλώσσα που ομιλούνταν περίπου το 1000 στην ινδική υποήπειρο. Τα γλωσσολογικά ευρήματα έχουν επιβεβαιωθεί, επίσης, από γενετικές μελετές σε πληθυσμούς Ρομά που κατοικούν στην Ευρώπη.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Ρομά σε μαζικές και σε τόσο μεγάλων αποστάσεων μετακινήσεις είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ιστορίας. Υπάρχουν θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες οι Ρομά προήλθαν από κατώτερες κάστες του Ινδού ποταμού, τα μέλη των οποίων στρατολογήθηκαν ως μισθοφόροι σε πολέμους εναντίον των Αράβων. Μία άλλη θεωρία είναι ότι οι Ρομά προέρχονται από αιχμαλώτους των Αράβων, κατά την εισβολή των Μουσουλμάνων στη βόρεια Ινδία και το σημερινό Πακιστάν, ή απομακρύνθηκαν από τις εστίες τους ως πρόσφυγες εξαιτίας της εισβολής.
Αν και έχει επιβεβαιωθεί ότι οι Ρομά προέρχονται από την Ινδία, δεν είναι γνωστή η φυλετική ομάδα από την οποία προέρχονται. Σύμφωνα με μια έρευνα οι Ρομά προέρχονται από τους Τζατ, μια φυλετική ομάδα της νότιας Ασίας.
Η ανακάλυψη της λεγόμενης μετάλλαξης Τζατ που προκαλεί ένα τύπο γλαυκώματος έδειξε ότι οι Ρομά προέρχονται από τους Τζατ που ζουν στη βόρεια Ινδία και στο Πακιστάν. Αυτή τη σχέση είχε παλιότερα υποδείξει ο Μικαέλ Ζαν ντε Γκοετζέ το 1883. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας αντικρούουν παλιότερες έρευνες που έδειξαν ότι οι απλότυποι των Ρομά και των Τζατ δεν σχετίζονται. Οι Ρομά, σύμφωνα με μία άλλη θεώρηση, φέρονται να μετανάστευσαν από την Πενταποταμία της Ινδίας -σημερινό Παντζάμπ- γύρω στο 1200 μ.Χ. το νωρίτερο.
Υπάρχει και η υπόθεση ότι υπήρξε και Τσιγγάνος Φαραώ. Η θεωρία αυτή ξεκίνησε το 13ο και 14ο αιώνα με αναφορές σε Βυζαντινές πηγές. Η θεωρία αυτή καταρρίφθηκε το 1763 όταν ο Στέφαν Βαλύι έδωσε στους τσιγγάνους ένα λεξιλόγιο 1.000 λέξεων από την Ουγγρική γλώσσα και αυτοί κατάφεραν να το μεταφράσουν στο μεγαλύτερο τμήμα του, δείχνοντας ότι η γλώσσα τους προέρχεται από την σανσκρτική και όχι από τα αραβικά.
Περνώντας από το Αφγανιστάν, την Περσία, την Αρμενία και την Τουρκία, έφτασαν στην Ευρώπη, όπου στη συνέχεια εξαπλώθηκαν στις περισσότερες περιοχές της ηπείρου και αργότερα στην Αμερική.
Η άφιξή τους στην Ευρώπη συνέβη το 10ο-11ο αιώνα, όταν καταγράφονται στην Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Υπολογίζεται ότι μέχρι το 15ο αιώνα οι Ρομά είχαν ολοκλήρωση την μετανάστευσή τους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά την Οθωμανική αυτοκρατορία περισσότεροι Ρομά ήρθαν στα Βαλκάνια ως υπηρέτες, τεχνίτες αλλά και ως βοηθητικό προσωπικό του οθωμανικού στρατού . Αργότερα, κατά τις μαζικές μεταναστεύσεις προς την Αμερική μεγάλος αριθμός Ρομ μετακινήθηκε προς τον Νέο Κόσμο.
Μέχρι το 1860 οι Ρομά χρησιμοποιούνταν ως σκλάβοι .Η δίωξή τους κορυφώθηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου όπου οι Ρομά εκτελέστηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μαζί με ομοφυλόφιλους, Εβραίους, κομμουνιστές και Μάρτυρες του Ιεχωβά. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση ιατρικών πειραμάτων.
Επειδή δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια ο πραγματικός αριθμός τους αλλά εικάζεται πως είναι μεταξύ 500.000 έως 2.000.000. Τα παιδιά των Ρομά μέχρι το 1973 δινόντουσαν χωρίς την θέληση των γονέων για υιοθεσία με μη Ρομά γονείς. Τα Σοσιαλιστικά καθεστώτα μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δημιούργησαν νόμους που απαγόρευαν την Ρομανί γλώσσα και χιλιάδες γυναίκες υποχρεώθηκαν σε υποχρεωτική στείρωση τις δεκαετίες 1970 και 1980. Μετά την πτώση των Σοσιαλιστικών καθεστώτων οι Ρομά συνεχίζουν να είναι οι πιο μισητοί άνθρωποι και αντιμετωπίζουν προβλήματα ανεργίας. Πολλές φορές έχουν καταγραφεί επιθέσεις νεοναζιστών κατά Ρομά.
Η γλώσσα των Ρομά, η Ρομανί ή «Ρομανές», είναι μία Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που συγγενεύει με τις διάφορες ανάμεικτες γλωσσικές διαλέκτους της Ινδίας. Στις διάφορες περιοχές που κατοικούν Ρομ έχουν διαμορφωθεί πολλές τοπικές διάλεκτοι, επηρεασμένες από τις τοπικές γλώσσες. Οι διαφορετικές μορφές Ρομανί που βρίσκονται σε όλη την Ευρώπη έχουν επίσης πολλές λέξεις Περσικές, σύγχρονες και Βυζαντινές Ελληνικές λέξεις, καθώς και Σλαβικές και Ρουμανικές.
Οι Ρομά χαρακτηρίζονται από μεγάλη προσαρμοστικότητα στο θέμα της θρησκείας. Δεν έχουν κάποια δική τους χαρακτηριστική θρησκεία, αλλά υιοθετούν ενίοτε την επικρατούσα θρησκεία κάθε περιοχής κατοικίας τους, όπως και τα έθιμά της. Σήμερα οι διάφορες φυλές είναι πιστές στο θρήσκευμα της χώρας που κατοικούν. Έχουμε την πρώτη καταγραφή στην Κρήτη, όπου αναφέρονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι από το 1832, στη Δυτική Ευρώπη αναφέρονται ως καθολικοί.
Η Καθολική Εκκλησία αναφέρει ονόματα ιερέων, μοναχών και κάποιου Καρδιναλίου με τσιγγάνικη καταγωγή και στη Ρουμανία υπάρχουν ιερείς ορθόδοξοι τσιγγάνοι. Στην Τουρκία οι περισσότεροι είναι Μουσουλμάνοι. Μουσουλμάνοι τσιγγάνοι υπάρχουν επίσης και στη Θράκη (γνωστοί ως Τουρκόγυφτοι).
Ο οικισμός Ήφαιστος Ροδόπης, η περιοχή Αλάνκουγιου στην Κομοτηνή, η περιοχή του Δροσερού Ξάνθης και ο οικισμός της οδού Άβαντος στην Αλεξανδρούπολη είναι μέρη όπου κατοικούνε μουσουλμάνοι Ρομά (οι οποίοι ανήκουν στην αναγνωρισμένη από το Ελληνικό κράτος μουσουλμανικής μειονότητας Θράκης).
Στην Ελλάδα διακρίνουμε δύο ομάδες Ρομά: τους μετακινούμενους και τους εγκαταστημένους. Οι πρώτοι συνεχίζουν τη νομαδική ζωή και είναι συνήθως πλανόδιοι έμποροι φρούτων, λαχανικών, μικροεπίπλων και άλλων ειδών οικιακής χρήσης, όπως επίσης και παλαιοπώλες και ρακοσυλέκτες ή πλανόδιοι οργανοπαίχτες.
Οι δεύτεροι κατοικούν συνήθως σε χωράφια ή προσκείμενα εκτός πολεοδομικών συγκροτημάτων. Τα επαγγέλματα που εξασκούν έχουν σχέση συνήθως με το εμπόριο και πολύ πιο σπάνια με εξαρτημένη μισθωτή εργασία.