Στο μικρό καφενείο-παντοπωλείο του χωριού επικρατεί μια μικρή αναστάτωση.. κόσμος μπαίνει με μικρά χαρτάκια στα χέρια και λίγο αργότερα βγαίνει με κούτες και σακούλες.
Κάποιοι κάθονται και περιμένουν πίνοντας αναψυκτικό ή καφέ. Είναι Παρασκευή και σήμερα είναι ημέρα αργίας, μία ευκαιρία να χαλαρώσουν και να προμηθευτούν τα απαραίτητα της εβδομάδας.
Κείμενα – Φωτογραφίες: Aναστάσιος Γεωργιάδης
Εγώ, διακριτικά, κάθομαι σε μια γωνιά και περιμένω. Οι περισσότεροι με χαιρετούν και κάποιοι κάθονται δίπλα μου να με γνωρίσουν. Όλοι θέλουν να μάθουν τι θέλει και τι “καπνό φουμάρει” αυτός ο φωτογράφος που γράφει ιστορίες…
Κάποια στιγμή κάθεται και ένας ηλικιωμένος κύριος, ευτραφής με μουστάκι και γαλάζια μάτια.
Πίνοντας τον καφέ του αργά, δείχνει να απολαμβάνει τη συζήτηση μας. Αφού δίνει μια δυο φορές αναβολή στην παραλαβή της παραγγελίας του, μοιράζεται μαζί μου ιστορίες για βουνά, υλοτομία και το χωριό.
« Θα ανέβεις επάνω στο βουνό μαζί τους αύριο; » Με ρωτά.
« Αυτό προσπαθώ να κανονίσω με τα παιδιά», του απαντώ.
« Εγώ έχω πάρει σύνταξη…από το ’73 δούλευα στα ξύλα…σαράντα χρόνια».
« Έτοιμος! » Ακούγεται απ’το βάθος για άλλη μια φορά.
Ήταν εννέα η ώρα το πρωί κι εγώ ήμουν επιτέλους στον προορισμό μου, χωμένος κάπου στα ορεινά χωριά της Ξάνθης. Μπροστά μου, ανάμεσα στα βουνά βρισκόταν το Ρεύμα “το χωριό των ξυλοκόπων”, με τις λιγοστές καμινάδες του να καπνίζουν και χωρίς κάποια άλλα σημάδια ζωής φαινόταν σχεδόν έρημο. Βέβαια ήταν και Παρασκευή, αργία για τις κάτι λιγότερο από 45 οικογένειες μουσουλμάνων του χωριού.
Κατεβαίνω με το αυτοκίνητο χαμηλά προς το ρέμα και αφού διασχίσω τη μια από τις δύο τσιμεντένιες γέφυρες του, συναντώ έναν κάτοικο.
« Καλημέρα, μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω το σπίτι του Χασάν; » Του λέω, για να πάρω αμέσως την απάντηση.
« Του Μουστάκα εννοείς, θα το βρεις στο τέλος του χωριού. Εκεί που σταματά η άσφαλτος».
Είχα δει το μεγάλο, ιδιαίτερο μουστάκι του Χασάν λίγους μήνες νωρίτερα όταν τον γνώρισα, χωρίς να ξέρω τότε ότι ήταν και το όνομα του…
Λίγο μετά έχω παρκάρει “εκεί που σταματά η άσφαλτος” και με μια σακούλα γλυκά στο χέρι -ήταν σωστό σκέφτηκα να φέρω κάτι- κοιτώ μια ανηφόρα, Καθώς προχωρώ νιώθω βλέμματα διερευνητικά πίσω από αυλές και γωνίες…συνεχίζω μέχρι που ένα σκυλί μου κόβει τη φορά.
Μπροστά μου τώρα εμφανίζεται ένας άνδρας, ψηλός, γύρω στα σαράντα, με βλέπει που ανηφορίζω προς το μέρος του και καθησυχάζει το σκυλί που ήδη είχε αρχίσει να υποχωρεί γαβγίζοντας.
Ο Αϊχάν, όπως θα μάθαινα λίγα λεπτά αργότερα, ήταν ο ιμάμης του χωριού, αδελφός του Χασάν (Μουστάκα) και θείος του Χουσεΐν. Τα δύο πρόσωπα για τα οποία είχα έρθει αρχικά στο χωριό. Με προσκαλεί για πρωινό καφεδάκι στον προαύλιο χώρο του σπιτιού του κι εγώ του προσφέρω το ένα κουτί με τα γλυκά. Το σπίτι του στους πρόποδες του βουνού είχε θέα όλο το χωριό. Όπως και το σπίτι του αδελφού του δίπλα, αλλά και του ανιψιού του παραδίπλα που ακόμα χτιζόταν (ίσως το μοναδικό σε όλο το σύμπλεγμα αυτό των ορεινών χωριών).
« Παιδιά έχεις; » Μου λέει κάποια στιγμή.
« Δύο » του απαντώ.. « ένα κορίτσι και ένα αγόρι, εφτά και τεσσάρων ».
« Εσύ; »
« Δύο αγόρια, ο ένας είναι τώρα φαντάρος και ο άλλος στην ιερατική σχολή ». Μου λέει όλο περηφάνια.
« Στα χνάρια του πατέρα;! » του λέω, χαμογελά.
Περιμένοντας τον αδελφό του, ο Αϊχάν θα μου κρατούσε αρκετή ώρα συντροφιά. Αφού με προσκαλεί στη μεσημεριανή προσευχή, με “στέλνει” να δω το πέτρινο γεφύρι ( Καρά Χασάν) λίγο έξω από το χωριό. Σε μία απόσταση δέκα λεπτών με αυτοκίνητο και επάνω σε κακοτράχαλο χωματόδρομο, φτάνω στην άκρη ενός υποτυπώδους μονοπατιού.
Μια βόλτα στην περιοχή και γρήγορα καταλάβαινες ότι στο χωριό, όπως και στα περισσότερα της Ελλάδας, οι μέρες δόξας έχουν περάσει προ πολλού. Πεζούλες που τις έχει “πάρει” πίσω το δάσος, εγκαταλελειμμένα σπίτια πνιγμένα στη βλάστηση και στην υγρασία, ενώ τα οπωροφόρα ολόγυρα σαπίζουν τους πεσμένους καρπούς τους στο “ήσυχο”, πλέον, χώμα.
Στέκομαι έξω από το Τζαμί μόνος με τις σκέψεις μου και την κάμερα στα χέρια περιμένοντας να φανεί ο κόσμος. Είναι αρχές Οκτώβρη και η θερμοκρασία είναι αφύσικα υψηλή, έτσι προσπαθώ να μείνω δροσερός στη σκιά. Καθώς ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται σιγά σιγά, βρίσκω την ευκαιρία και γνωρίζω κάποιους. Όμως ακόμα δεν έχω δει τον Μουστάκα ή τον γιό του, Χουσεΐν. Έτσι, και ενώ όλοι τους είναι ευγενικοί και συζητήσιμοι, εγώ δεν έχω καμία εικόνα για το τι θα κάνω τις επόμενες μέρες με τους ξυλοκόπους στο δάσος.
Καθώς η φωνή του μουεζίνη, μέσα από τα ηχεία, ακόμη αντιλαλεί στα βουνά, ο Αϊχάν βγαίνει και μου λέει ότι ο αδελφός του θα είναι σε λίγο στο καφενείο. Επιτέλους, σκέφτομαι, τώρα θα βγάλω κάποια άκρη, και αφού χαιρετώ ξεκινώ.
Ενώ κατηφορίζω μες στο χωριό ανάμεσα στα δαιδαλώδη σοκάκια, αισθήματα και σκέψεις βγαίνουν στην επιφάνεια, όλα πρωτόγνωρα. Όπως και ένα είδος απροσδιόριστης, πηγαίας χαράς. Ήμουν “μυούμενος” σε ένα νέο κόσμο και ήταν συναρπαστικό. Ένας πιτσιρίκος με το ποδήλατο του εμφανίζεται μπροστά μου, τον ρωτώ που είναι το καφενείο και αυτός σηκώνοντας το χέρι του μου δείχνει την επόμενη γωνία. Συνεχίζω…
Στην πόρτα μπροστά βλέπω τον Μουστάκα. Με χαιρετά θερμά και με προσκαλεί μέσα. Πίνοντας καφέ ανάμεσα σε κούτες, ανάποδες καρέκλες και πολυάριθμες φωτογραφίες από τα κυνηγετικά κατορθώματα των θαμώνων, προλαβαίνουμε να πούμε δυο κουβέντες πριν να πλακώσει κόσμος. Ο γιός του, μου λέει, θα ερχόταν αργότερα μιας και είχε κατέβει στην Ξάνθη για τις προμήθειες του παντοπωλείου.
Ήταν αυτές οι μέρες αργίας που οι περισσότεροι ξυλοκόποι είχαν την ευκαιρία να δούνε την οικογένεια και να προμηθευτούν τα απαραίτητα για άλλη μία εβδομάδα στο δάσος. Θα καθόμουν λίγη ώρα στο χώρο βγάζοντας φωτογραφίες και κάνοντας μερικές όμορφες συζητήσεις, πριν τελικά φύγω για να βρω ένα μέρος να στήσω τη σκηνή μου.
Αργότερα το ίδιο απόγευμα, αποφάσισα ότι ήταν ώρα να αφήσω την ωραία θέα από την κατασκήνωση μου (ένα ακανόνιστο κομμάτι γης στους πρόποδες του βουνού που θα γινόταν η πρώτη παιδική χαρά του χωριού..) και να κατέβω προς το χωριό. Φθάνω ξανά στο μέρος όπου τελειώνει η άσφαλτος και κοιτώ ψηλά προς το σπίτι του Χουσεΐν.
Ήταν εκεί και φόρτωνε το αγροτικό με πράγματα για το παντοπωλείο. Ήμουν χαρούμενος όσο και ανακουφισμένος που τον έβλεπα, τόσο γιατί κοιτούσα ένα παιδί γεμάτο ενέργεια, πράγμα που εκτιμούσα πολύ, όσο και για τη συνέχεια της ιστορίας μου, της οποίας αποτελούσε βασικό κομμάτι.
Αφού χαιρετηθήκαμε κάπως βιαστικά, ανέβηκα στο αγροτικό. Πρώτα περάσαμε από την αποθήκη/εργαστήρι και μετά ξεφορτώσαμε τα πράγματα στο παντοπωλείο. Εκεί μου έκανε καφέ και έκατσε λίγο μαζί μου. Δεν προλάβαμε να πούμε πολλά, μιας και απόψε ήταν κάποιου είδους θρησκευτική γιορτή και η κινητικότητα στο καφενείο ήταν αρκετή. Πράγμα που τελικά αποδείχθηκε βολικό, αφού έτσι μπόρεσα να δω και να μιλήσω με περισσότερο κόσμο.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα στον κόσμο που έμπαινε και έβγαινε στο μαγαζί βλέπω και τον Μουστάκα που έρχεται προς το μέρος μου παρέα με ένα ψηλό, χαμογελαστό και γεροδεμένο γαλανομάτη. « Αυτός είναι ο ξάδελφος μου, ο Ραμαντάν που σου έλεγα », μου λέει και μας συστήνει.
Η γνωριμία μας θα ήταν καθοριστική, όχι μόνο γιατί θα ήταν η πρώτη μου επαφή με τους ξυλοκόπους όταν θα έμπαινα στο δάσος, αλλά και γιατί μέσω αυτής θα γνώριζα και την οικονομία του επαγγέλματος…με τη βοήθεια βέβαια και του Ισμέτ, προέδρου του συλλόγου των ξυλοκόπων, με τον οποίο δούλευαν μαζί εκείνη την περίοδο.
« Αυτές τις μέρες θα μας βρεις κοντά στο δασικό χωριό, στον δρόμο προς το γιοφύρι του Λεωνίδα », μου λέει ο Ραμαντάν.
« Ξέρω που είναι », απαντώ.
« Θα τα πούμε στο δάσος αύριο το πρωί τότε;! » συνεχίζει ο Ραμαντάν.
« Μην ανησυχείς, θα τα πούμε εκεί », του λέω και χαιρετώ. Και πράγματι θα τον συναντούσα εκεί την επόμενη μέρα, μαζί με τον Αϊχάν και τον πρόεδρο.
Φθάνοντας πρωί, τους πετυχαίνω στο πρώτο διάλειμμα. Οι εργασίες εδώ γίνονταν με το Ούνιμακ, ένα υπερυψωμένο τετρακίνητο με μεγάλες ρόδες και δυνατό βίντζι! Δουλειά του αλλά και δουλειά τους ήταν να τραβούν και να μεταφέρουν τεράστιους κορμούς μέσα από το δάσος στον δασικό δρόμο, δουλειά επικίνδυνη όσο και απαιτητική.
Ο Ισμέτ έκοβε το δέντρο και το καθάριζε από τα κλαδιά του και μετά ο Ραμαντάν με έναν ακόμη το σκάλωνε στο συρματόσχοινο και το έβγαζε από το δάσος. Νόμιζα ότι θα μου ήταν δύσκολο να βλέπω δέντρα από το αγαπημένο μου δάσος να κόβονται ( και ίσως ήταν για λίγο), αλλά ο σεβασμός και η φυσικότητα με την οποία κινούνταν όλοι τους, έκανε την όλη διαδικασία εύκολη.
« Είναι μία δύσκολη δουλειά..», μου λέει ο Ραμαντάν λίγο πριν ξεκινήσουν για το ανέβασμα στον δρόμο.
« ..από τα καπνά όμως και τα ζώα, με τα οποία ζούσε κάποτε όλο το χωριό, τα ξύλα είναι ό,τι μας έχει απομείνει. Τα τελευταία χρόνια το χωριό ζει αποκλειστικά από αυτό ».
Με αυτές τις κουβέντες στο μυαλό μου φωτογραφίζω και τους περιμένω να επιστρέψουν.
Κάπου εκεί γνωρίζω καλύτερα και τον Ισμέτ, έναν περήφανο άνθρωπο με πραγματική αγάπη για τη δουλειά του. Μου εξηγεί πώς λειτουργεί η όλη διαδικασία. Πώς το δασαρχείο ορίζει τις περιοχές εργασίας στο δάσος, πώς έρχεται και σημαδεύει τα δέντρα που θα κοπούν, πώς μοιράζει τις περιοχές ο σύλλογος στα συνεργεία, ποια ξύλα είναι για ποια χρήση και πώς κοστολογούνται.
Δεν μένουμε όμως μόνο σ’ αυτά, μου μιλά για τους δυο γιούς του, άλλο ένα πράγμα για το οποίο ήταν περήφανος, τον Κενάν και τον Σερκάν. Ο ένας απόφοιτος φιλόλογος από τη φιλοσοφική Αθηνών και ο άλλος λάτρης της ζωής στο βουνό, ζωής που από μικρός βιαζόταν να κάνει, παρέα με τα αγαπημένα του άλογα. Θα τους γνώριζα λίγο αργότερα, παρόλο που δεν το είχα κανονίσει, και νομίζω ότι ήμουν πολύ τυχερός.
Κατεβαίνω, λοιπόν, στον κάτω δρόμο και τους συναντώ… έκαναν τσιγάρο, μέχρι τα ζώα να πάρουν μία ανάσα. Συστηνόμαστε αλλά νομίζω τυπικά, μιας και τα νέα στο δάσος, τελικά, κυκλοφορούν γρήγορα. «Εσύ είσαι ο φωτογράφος που ήσουν εχθές στο χωριό;» μου λέει ο Κενάν, χαμογελώ συγκαταβατικά. Τα λέμε και μοιράζεται μαζί μου τις εμπειρίες και τις σκέψεις του, τη ζωή του στην Αθήνα με τις σπουδές και τις προσπάθειες να εργαστεί ως φιλόλογος.
Το δάσος μπορεί να προσφέρει δουλειά, σκέφτομαι, αλλά είναι δύσκολο να αφήνεις αυτό που αγαπάς και έχεις σπουδάσει. Σε λίγο ο πάντα ανυπόμονος για δουλειά αδελφός του μας “τραβά” στα ζώα και το δάσος. Εκεί με θαυμασμό κοιτώ τις όλο μαεστρία κινήσεις φορτώματος των ζώων με ξύλα. Τις “πατερίτσες” και τα απλά αλλά αποτελεσματικά δεσίματα με τα σχοινιά, τον τρόπο που σηκώνουν το ξύλο για φόρτωση αλλά και τα άλογα, που ένα ένα παίρνουν το μονοπάτι της επιστροφής προς το δασικό δρόμο και το μέρος που τελικά θα απαλλαχθούν από το βάρος τους. Αργότερα μας προφταίνει και ο μπαμπάς τους για να βοηθήσει στο μάζεμα και τις τελευταίες εργασίες πριν αφήσουν τα ζώα για το βράδυ.
Έτσι κι εγώ, αφού τους ευχαριστήσω, χαιρετώ και παίρνω τον δρόμο για την αποψινή κατασκήνωση κοντά στην καλύβα του Γκιουνέρ και των άλλων. Τον Γκιουνέρ, όπως και τους περισσότερους, τον γνώρισα στο καφενείο το προηγούμενο βράδυ (Παρασκευή), όταν όλοι είχαν φύγει προς το τζαμί. Τότε είχα βρει την ευκαιρία να ησυχάσω για λίγο απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα του χωριού. Από μακριά ακουγόταν η προσευχή των παιδιών.
Κάθισα έξω σε ένα πεζούλι για να ακούω καλύτερα, ενώ παραδίπλα κάτω από τον φωτισμό καθόταν μια νεαρή μητέρα που έπαιζε με το παιδί της . Ήταν όμορφες, πρωτόγνωρες στιγμές κι όμως λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα συνηθισμένα. Αφού τελείωσε η προσευχή, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται πάλι πίσω στον καφενέ.
Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να λύσω κι αυτό το κομμάτι του παζλ, δηλαδή ποια από τις πολλές διάσπαρτες, αυτοσχέδιες καλύβες στο βουνό θα επισκεφτώ. (Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό το Σάββατο βράδυ οι περισσότεροι θα ήταν στον γάμο ενός συναδέλφου και φίλου, επομένως δεν θα διανυκτέρευαν στο δάσος). Ευτυχώς για εμένα όμως, εκεί ήρθε η γνωριμία μου με τον Γκιουνέρ. Ήταν απ’ τους λίγους που δεν θα κατάφερναν να παρευρεθούν. Έτσι μετά από τη σύντομη επικοινωνία μας, συμφώνησε να τους επισκεφτώ.
Αφού στήνω τη σκηνή ανηφορίζω. Όταν φτάνω είναι πλέον σκοτεινά. Με το λιγοστό φως που βγαίνει από την καλύβα, παρατηρώ τις κινήσεις τους. Το πλύσιμο δίπλα στην πηγή, το άναμμα της σόμπας, τα «βαριά» χέρια που εκτελούν νωχελικά τις τελευταίες εντολές… «η χορογραφία της καθημερινότητας», σκέφτομαι.
« Να κεράσουμε καφέ; » Μου λέει ο Γκιουνέρ.
« Θα έπινα έναν, ευχαριστώ ».
Στο γκρουπ του συνεργείου ήταν ο Ραμαδάν, ο Χουσεΐν και ο Γκιουνέρ, όλοι τους με πολλά χρόνια στη Γερμανία ως εργάτες μετανάστες (στις καλές εποχές). Κι όμως παρότι εδώ στην Ελλάδα, στο χωριό και το δάσος η ζωή ήταν και είναι δύσκολη και σκληρή, αυτοί είχαν γυρίσει αποφασισμένοι να είναι δίπλα στην οικογένεια τους. Μια απόφαση που μετρούσε χρόνια, μία απόφαση που δεν είχαν μετανιώσει. Ήταν το τέλος μιας κουραστικής ημέρας, το έβλεπες στα μάτια τους. Σε κάτι τέτοιες στιγμές τα πράγματα ζυγίζονται διαφορετικά και αυτό έκανε τη συζήτηση μας σύντομη αλλά βαθιά.
«Τα παιδιά μου» μου λέει ο Χουσεΐν, «επειδή έκλεισε το σχολείο στο χωριό μας, αναγκάζονται να πηγαίνουν στο διπλανό, 10 χιλιόμετρα μακριά. Όχημα δεν έχουν βάλει και έτσι πληρώνουμε εμείς τον δάσκαλο για να τα πηγαινοφέρνει..αλλά ως πότε… ».
Συνεχίζει με παράπονο αλλά και αγανάκτηση.
Δεν ήταν το μόνο τους παράπονο, ήταν όμως ένα θέμα ευαίσθητο, με το οποίο κάποιος με οικογένεια, όπως εγώ, εύκολα θα ταυτιζόταν. Είπαμε πολλά, γελάσαμε, προβληματιστήκαμε και λίγο πριν μας καταβάλει όλους η κούραση αποφασίσαμε να πούμε καληνύχτα.
Την επόμενη μέρα, Κυριακή πρωί και μετά από ένα χαλαρό πρωινό στο δασικό χωριό του Ερύμανθου με τον Θανάση και τον Αλέξανδρο, κατηφορίζω να βρω τον πατέρα και τον γιο που δούλευαν στα χαμηλότερα δάση δρυός.
«Θα μας βρεις λίγο πιο πέρα από το Λυκοδρόμιο, επάνω στον δρόμο…θα το καταλάβεις», μου είχε πει ο γιος του Μουστάκα, Χουσεΐν, δύο μέρες πριν. Καθόταν σε ένα τραπέζι με τους φίλους του και τα έλεγαν, όταν τον πλησίασα για να κλείσουμε οριστικά το ραντεβού μας. Η βραδιά ήταν γλυκιά και καθώς η ώρα περνούσε οι θαμώνες άφηναν σιγά σιγά το στέκι τους και γέμιζαν τα σοκάκια με μικρές παρέες. Πολυλογάδες, νέοι και γέροι, με πορείες διαφορετικές αλλά κοινό προορισμό. Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ παρέα με τον Χουσεΐν να τα λέμε λίγο καλύτερα.
«Είμαστε όλοι σαν οικογένεια» μου είχε πει, όταν τον ρώτησα για τη δουλειά που κανόνιζαν νωρίτερα στο καφενείο. «Όταν κάποιος χρειάζεται βοήθεια στο σπίτι του, όλοι πηγαίνουμε να βοηθήσουμε». Κι αυτό ήταν φανερό, το έβλεπες παντού, στην επικοινωνία, στις κινήσεις τους.
Περπατώντας λίγο ακόμα και μετά τη γέφυρα οι δρόμοι μας χώρισαν.
Και να τώρα, κάτι λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα που οι δρόμοι μας ξαναέσμιγαν. Τους βρήκα χωμένους μέσα σε ένα υπέροχο δρυόδασος με τα ζώα, να χάνονται και να εμφανίζονται ανάμεσα σε λόφους και στροφές. Σε αυτό βοηθούσε και το σκληρό φως, που μαζί με τις σκιές που δημιουργούσε έκανε τα πάντα να μοιάζουν με στρατιωτική παραλλαγή, άνθρωποι και ζώα καμουφλαρισμένοι, σχεδόν αόρατοι, ένα με το δάσος.
Μπορεί το ξύλο να ήταν άλλο, ο μεσσές, (όπως λένε το ξύλο της δρυός) κι εδώ όμως η ίδια ιστορία, ζώο και άνθρωπος ιδρώνουν μαζί, δίπλα δίπλα, βοηθώντας ο ένας τον άλλο. Μπόρεσα να “κλέψω” μερικές στιγμές μαζί τους…με συγκίνησε το γεγονός ότι έβλεπα πατέρα και γιο να δουλεύουν μαζί.
Ήταν κάτι που πάντα ζήλευα, ίσως επειδή δεν μου δόθηκε ποτέ αυτή η ευκαιρία.. και το ομορφότερο ακόμη ήταν ότι δούλευαν με σεβασμό ο ένας για τον άλλο.
«Έχετε πολλή δουλειά ακόμη για να τελειώσετε για φέτος;» Τους ρωτώ.
«Μέχρι να μας διώξουν τα χιόνια». Μου απαντούν.
Τους αφήνω όλο χαρά αλλά και ευγνωμοσύνη για όλες αυτές τις υπέροχες εικόνες και στιγμές που μου δώσανε και καθώς μπαίνω στο αυτοκίνητο για τον δρόμο της επιστροφής, σκέφτομαι πως όλα πήγαν παραδόξως καλά και σύμφωνα με το πλάνο, που έτσι όμορφα και απλά είχε οργανωθεί στο καφενείο.
Πολλές φορές ξεκινάμε μία ιστορία έχοντας έναν στόχο κι ένα σχέδιο, ένα τέτοιο είχα κι εγώ όταν ξεκίνησα να βρω τους ξυλοκόπους της Ροδόπης. Να γράψω για τη ζωή τους στο βουνό και το δάσος, το επάγγελμα τους. Από τη στιγμή όμως που βρέθηκα στο χωριό τους, όλα άλλαξαν. Εκεί, σε αυτή την ξεχασμένη γωνιά της οροσειράς της Ροδόπης, βρήκα μία κοινότητα ανθρώπων, με όλη τη σημασία της λέξης «κοινότητα» όσο και «ανθρώπων».
Αλληλέγγυοι, φιλικοί, φιλόξενοι, γεμάτοι αγάπη και ζεστασιά, με δέχτηκαν έστω και για λίγο στη ζωή τους και μου χάρισαν μοναδικές και όμορφες στιγμές που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου, στιγμές για τις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα ξανάρθω. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άκουσα τους προβληματισμούς τους, καθημερινά πράγματα που επιδρούν και επηρεάζουν τον καθένα μας, είτε είσαι σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, είτε στο κέντρο μιας πόλης.
Με τη διαφορά όμως ότι εκεί πρέπει να λύσεις και μια σειρά από άλλα προβλήματα, όπως τα αδιέξοδα των νέων, την εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ερημοποίηση και ένα σωρό άλλα που στο άστυ θεωρούνται δεδομένα. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια του Χουσεΐν όταν τον ρωτούσα για την απόφαση του να μείνει και να δημιουργήσει την οικογένειά του στο χωριό…
«Εγώ δεν μπορώ να ζήσω στην πόλη», μου είχε πει. «Έδώ στο χωριό μπορώ να είμαι ελεύθερος!»