Το 1854, η Άμπιγκεϊλ Μπέκερ παντρεύτηκε έναν χήρο και μετακόμισε σε μια μικρή, καλύβα στο Λονγκ Πόιντ, στη λίμνη Έρι, στο πολύ απομακρυσμένο Οντάριο του Καναδά, όπου σχεδίαζε να ζήσει μια σκληρή ζωή, επιβιώνοντας από τη γη και τη λίμνη.
Εκεί μάλιστα είχε να μεγαλώσει τα έξι παιδιά του συζύγου της. Οι δυο τους έκαναν μαζί άλλα οκτώ και όταν εκείνος πέθανε, η Μπέκερ παντρεύτηκε ξανά και απέκτησε άλλα τρία παιδιά.
Σύνολο δεκαεπτά παιδιά, που ζούσαν στη μέση της παγωμένης λίμνης Έρι. Δύσκολη «αποστολή» για μία γυναίκα, που ήδη με τα παραπάνω την κάνει ηρωϊδα!
Στην ουσία, όμως, η ιστορία μας δεν τελειώνει εδώ…
Η Μπέκερ ζούσε σε ένα πολύ καλά τοποθετημένο μέρος, καθώς μπορούσε να παρατηρεί βασανισμένους ναυτικούς να προσαράζουν αναγκαστικά στις ρηχές αμμουδιές της κεντρικής λίμνης Έρι. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έσωσε τουλάχιστον 10 ανθρώπους από ναυάγια και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις έσερνε με τα χέρια της επιζώντες μέσα από παγωμένες παραλίες και δάση, προκειμένου να φτάσουν σώοι στη ζεστασιά του σπιτιού της.
Η ιστορία της Μπέκερ δεν είναι καθόλου γνωστή μέχρι σήμερα, αλλά κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της κέρδισε μια τοπική φήμη ως ο «Άγγελος του Λονγκ Πόιντ».
Ένα χρυσό νόμισμα κόπηκε για να τιμήσει τα επιτεύγματά της, και ο Πρίγκιπας της Ουαλίας καθόρισε στον χάρτη ένα σημείο για να την εντοπίζει ενώ βρισκόταν σε ένα ταξίδι κυνηγιού εκεί κοντά.
Η βασίλισσα Βικτώρια εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που έστειλε στην Μπέκερ ένα χρηματικό δώρο για να αγοράσει το δικό της σπίτι.
Τον Νοέμβριο του 1854, μετά από ένα ήπιο καλοκαίρι, το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά κρύο και δυνατό στις Μεγάλες Λίμνες. Ένα πλοίο που ονομαζόταν Conductor, που κουβαλούσε ένα βαρύ φορτίο σιτάρι, έπλεε για το Τορόντο, όταν τη νύχτα της 23ης Νοεμβρίου, ο καπετάνιος αποπροσανατολίστηκε.
Αυτό οφειλόταν ότι εκείνη τη νύχτα δεν υπήρχε φεγγάρι, ενώ είχε κάνει την εμφάνισή του και ένας σφοδρός χιονιάς.
Το πλοίο χτύπησε σε μια αμμουδιά ανοιχτής θαλάσσης, πετάχτηκε στο πλάι, στη συνέχεια πλημμύρισε από ένα ισχυρό κύμα που γέμισε τα κάτω καταστρώματα και το βύθισε σε ρηχά νερά. Το επταμελές πλήρωμα σκαρφάλωσε στον παγωμένο ιστό και προσευχήθηκε να μην παγώσουν μέχρι θανάτου κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Το επόμενο πρωί, η Μπέκερ γέμιζε έναν κουβά νερό στην παραλία όταν κοίταξε προς τη θάλασσα και είδε το πλήρωμα του Conductor να κρέμεται από τον ατρακτοειδή ιστό του. Πολλά χιλιόμετρα μακριά από οποιαδήποτε πιθανή βοήθεια, η Μπέκερ ενήργησε γρήγορα για να ανάψει μια μεγάλη φωτιά στην παραλία για να ειδοποιήσει τους άντρες που τους είχε δει και μετά άρχισε να τους γνέφει ότι θα έπρεπε να κολυμπήσουν στην ακτή για να βγουν ζωντανοί.
Ο καπετάνιος πήγε πρώτος, κολυμπώντας περίπου ένα τέταρτο μέχρι την παραλία. Η Μπέκερ, η οποία δεν ήξερε να κολυμπάει, έτρεξε στο νερό, άρπαξε τον καπετάνιο από τον γιακά του και τον τράβηξε για να σωθεί.
Ένας ένας οι άντρες βρήκαν το κουράγιο τους, πήδηξαν στο παγωμένο νερό και κατάφεραν, παρά τα ρεύματα της θάλασσας να βγουν στην παραλία να ζεσταθούν και στη συνέχεια να προστατευθούν στο σπίτι της Μπέκερ.
Αλλά αυτή δεν ήταν η μοναδική της ηρωϊκή πράξη.
Σε μια άλλη περίπτωση, ένα πλοίο έχασε το δρόμο του και σύρθηκε στην άμμο κοντά στο αγρόκτημα της.
Εκείνο το βράδυ, τέσσερα άτομα από το πλήρωμα βρέθηκαν στην εξώπορτά της, σχεδόν παγωμένα πάγο, κινδυνεύοντας να πεθάνουν από υποθερμία. Της ψέλλισαν ότι υπήρχαν και άλλοι άντρες στο καράβι που δεν μπορούσαν να διανύσουν τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της.
Η Μπέκερ άφησε τους άντρες δίπλα στη φωτιά και μετά βγήκε μέσα στην πυκνή νύχτα με δύο γιους της να βρει το χαμένο πλήρωμα.
Ως εκ θαύματος, τους βρήκε, αλλά εκείνοι δεν είχαν τη δύναμη να ανταποκριθούν. Η Μπέκερ και οι γιοι της μετέφεραν τους άντρες πίσω στην καμπίνα, τους τύλιξαν με κουβέρτες δίπλα στη φωτιά και τους έσωσαν στην κυριολεξία από σίγουρο θάνατο.
Όταν η Μπέκερ δεν έσωζε ναυτικούς, ψάρευε, έστηνε παγίδες, επισκεύαζε την καλύβα, μάζευε νερό και φρόντιζε τα παιδιά της.
Οι ιστορίες αναφέρουν ότι ήταν ψηλή γυναίκα, χωρίς να φοβάται το κρύο, την απομόνωση ή τη μανιασμένη θάλασσα, παρόλο που δεν μπορούσε να κολυμπήσει.
Η Μπέκερ φαινομενικά ήταν φτιαγμένη για να ζήσε τη ζωή της ως «Άγγελος του Λονγκ Πόιντ».
Αν και μνημονεύτηκε μέσα από τραγούδια και ποιήματα στην πατρίδα της, τον Καναδά, όταν πέθανε το 1905 σε ένα αγρόκτημα που της είχε δώσει η περιφερειακή κυβέρνηση για το ναυαγοσωστικό της έργο, ο θρύλος της έσβησε γρήγορα.